- Τραγασαίος
- -αία, -ον, Α [Τραγασαί]1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» — κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β' τραγεῖν, τού ρ. τρώγωβ) «πατρὸς Τραγασαίου» — κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο στη λ. τράγος.
Dictionary of Greek. 2013.